ἐκκορυφώσω

ἐκκορυφώσω
ἐκκορυφόω
tell
aor subj act 1st sg
ἐκκορυφόω
tell
fut ind act 1st sg
ἐκκορυφόω
tell
aor subj act 1st sg
ἐκκορυφόω
tell
fut ind act 1st sg
ἐκκορυφόω
tell
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
ἐκκορυφόω
tell
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επισταμένως — (AM ἐπισταμένως) επίρρ. νεοελλ. προσεκτικά, με γνώση και πείρα («να ερευνήσει επισταμένως») αρχ. μσν. με ικανότητα, με γνώση («λόγον ἐκκορυφώσω εὖ καὶ ἐπισταμένως», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. επιστάμενος τού επίσταμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”